- ριζωματικός
- η , ό[ν] размножающийся корневищами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ριζωματικός — ή, ό, Ν βοτ. (για φυτό) α) αυτός που έχει ρίζωμα β) αυτός που πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizomatic < rhizome (< ρίζωμα, ατος)] … Dictionary of Greek